ἡπατουργός

ἡπατουργός
ἡπατ-ουργός, die Leber (übh. Eingeweide) zerwirkend, zum Weissagen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηπατουργός — ἡπατουργός, όν (Α) (για τον Περσέα) αυτός που κόβει το ήπαρ για μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + ουργός < έργον (πρβλ. δραματ ουργός, κερατ ουργός)] …   Dictionary of Greek

  • ἡπατουργόν — ἡπατουργός liver destroying masc/fem acc sg ἡπατουργός liver destroying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”